Καθώς ο ήλιος έψηνε την άσφαλτο και τα τζάμια αντανακλούσαν το φως, εκείνη περπατούσε ανέμελα στους δρόμους της πόλης. Φορούσε μονάχα το μαγιό της, με ένα πουκάμισο ανοιχτό να ανεμίζει πίσω
της και σαγιονάρες που χτυπούσαν ρυθμικά το πεζοδρόμιο. Οι περαστικοί γύριζαν τα βλέμματα—όχι από αμηχανία, αλλά από θαυμασμό για την ελευθερία της. Έμοιαζε να έχει βγει από άλλον κόσμο, όπου η θάλασσα είναι πάντα δίπλα και οι κανόνες λιγότερο αυστηροί. Ένα μπουκάλι νερό στο χέρι, ακουστικά στ’ αυτιά, και βλέμμα στραμμένο κάπου πέρα απ’ το παρόν—όλα έλεγαν το ίδιο: σήμερα, το καλοκαίρι ήταν δικό της.