«Η Πρόταση του Καλοκαιριού»
Η Χριστίνα καθόταν στο μπαλκόνι της, με ένα ποτήρι παγωμένο καφέ στο χέρι και το βλέμμα της χαμένο στον ουρανό που έλιωνε σε αποχρώσεις του πορτοκαλί. Το κινητό της χτύπησε και το μήνυμα που εμφανίστηκε στην οθόνη την έκανε να ανασηκώσει τα φρύδια.
«Τι θα έλεγες να πάμε διακοπές οι τέσσερίς μας; Εσύ, εγώ, κι ένας φίλος μου με τη δικιά του. Θα περάσουμε τέλεια!»
Ήταν από τον Πέτρο, τον φίλο της. Η πρόταση ήταν απλή, σχεδόν αθώα. Κοινές διακοπές με ένα άλλο ζευγάρι. Κι όμως, κάτι μέσα της δίσταζε.
Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να περάσει χρόνο με τον Πέτρο. Το αντίθετο. Αλλά η ιδέα να μοιραστούν τις διακοπές τους με άλλους, να συγχρονίσουν επιθυμίες, ρυθμούς, ακόμα και... ξυπνητήρια, την έκανε να νιώθει πως κάτι από τη μαγεία του καλοκαιριού θα χανόταν.
Το βράδυ, τον συνάντησε στο αγαπημένο τους μπαράκι. Ο Πέτρος ήταν ενθουσιασμένος, της μιλούσε για παραλίες, βραδινά μπάνια, επιτραπέζια παιχνίδια κάτω από τα αστέρια. Η Χριστίνα τον κοίταζε και χαμογελούσε, μα στο μυαλό της έπαιζε ένα άλλο σενάριο: εκείνη και ο Πέτρος, μόνοι τους, σε ένα μικρό νησί, με αλμύρα στα μαλλιά και σιωπές που δεν χρειάζονταν λέξεις.
«Ξέρεις τι σκέφτηκα;» του είπε τελικά. «Ίσως να ξεκινήσουμε μόνοι μας. Κι αν θέλουμε, τους καλούμε να έρθουν μετά. Να έχουμε λίγο χρόνο οι δυο μας πρώτα.»
Ο Πέτρος την κοίταξε για λίγο, κι ύστερα χαμογέλασε. «Μου αρέσει όπως σκέφτεσαι.»
Και κάπως έτσι, η Χριστίνα κατάλαβε πως οι καλύτερες διακοπές δεν είναι αυτές που σχεδιάζονται τέλεια, αλλά εκείνες που αφήνουν χώρο για αυθορμητισμό, για στιγμές που δεν μοιράζονται – παρά μόνο με εκείνον που κοιτάς στα μάτια και νιώθεις πως είσαι ήδη σπίτι.