Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Brava: Η πρώτη ελληνική μουστάρδα κλείνει 87 χρόνια

Ιστορία 87 χρόνων μετρά η Brava, η πρώτη ελληνική μουστάρδα που συνεχίζει να κρατά τα ηνία στην αγορά. 
Το brand ανήκει στην MEDITERRANEAN FOODS η οποία ιδρύθηκε το 1987, ως εταιρεία βιομηχανικής παραγωγής και διάθεσης τροφίμων.
Η εταιρεία εκτός από την μουστάρδα παράγει και εμπορεύεται και άλλα αρτύματα (Ketchup, Μαγιονέζες, Σάλτσες). Η εταιρεία διαθέτει ένα υπερσύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων που είναι εγκατεστημένο στην Ν. Ελλάδα στην Κοινότητα Πραγματευτή (Δήμος Ν. Κυνουρίας) Ν. Αρκαδίας και είναι συνολικής έκτασης 5.200 τ.μ.
Στο συγκεκριμένο βιομηχανοστάσιο παράγονται οι τέσσερις βασικές κατηγορίες προϊόντων της εταιρείας (Μουστάρδες, Ketchup, Μαγιονέζες, Σάλτσες), σε συσκευασίες Retail και Food Service.
Η εταιρεία διαθέτει επίσης αποθηκευτικό κέντρο συνολικής έκτασης 3.100 τ.μ. στην Βιομηχανική Περιοχή Κορωπίου, όπου στεγάζονται οι Διοικητικές υπηρεσίες της και μέσω αυτού διενεργούνται όλες οι δραστηριότητες που αφορούν στην αποθήκευση, διακίνηση και εμπορία των προϊόντων της στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η MEDITERRANEAN FOODSA.E. παράγει, τυποποιεί και διαθέτει στην αγορά μια μεγάλη γκάμα προϊόντων με την επωνυμία BRAVA και DELICIA σε διάφορες συσκευασίες. Το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων υπερβαίνει τους εκατό 100 κωδικούς και τους 2.000 τόνους.
Το 2016 ο κύκλός εργασιών της MEDITERRANEAN FOODS ανήθε στα 3,8 εκατ. ευρώ σημειώνοντας οριακή άνοδο σε σχέση με το 2015.
Επίσης η εταιρεία το 2016 κατάφερε να επανέλθει σε κερδοφόρο πορεία, καταγράφοντας κέρδη 197 χιλ. ευρώ έναντι ζημιών 710 ευρώ το 2015.
Η ιστορία της πρώτη ελληνικής μουστάρδας
Το 1930, ο Μάρκος Πετρίδης, προερχόμενος από το Καζάν της Ρωσίας, σε ένα μικρό εργαστήριο μόλις 80 τετραγωνικών μέτρων, ξεκίνησε την πορεία της ΜΠΡΑΒΑ, με οδηγό την φαντασία και την όρεξη του για δημιουργία.  Το μικρό εργαστήριο βρισκόταν στον Πειραιά, στην περιοχή της Αγίας Σοφίας, και είχε ως δραστηριότητα την συσκευασία άνθους αραβοσίτου, ριζάλευρου και παιδικών κρεμών. Πάντοτε πρωτοπόρος, αποφασίζει να εμπλουτίσει την γκάμα των προϊόντων του και με μουστάρδα, σε μια εποχή που οι Έλληνες δεν γνώριζαν και πολλά για αυτό το προϊόν-θησαυρό, το οποίο μπορούσε κάνεις να προμηθευτεί μόνο σε επιλεγμένα μπακάλικα πολυτελείας προερχόμενο από Αγγλία (Collman’s ) και Γαλλία (Parizot).
Ο μόνος τότε ανταγωνιστής της ΜΠΡΑΒΑ ήταν η μάρκα DELICIA , η πρώτη ελληνική μουστάρδα, με έτος ίδρυσης το 1925 και ιδρυτή της τον Κωσταντίνο Τσιάκο, μετέπειτα δήμαρχο Πειραιώς (1943-44). Ένας ιδιαίτερος δεσμός ωστόσο ένωνε τους δύο άντρες. Ο Μάρκος Πετρίδης εργαζόταν ως παραγγελιολήπτης μουστάρδας DELICIA στην εταιρία του Κωσταντίνου Τσιάκου, οργώνοντας την περιοχή Αθηνών-Πειραιώς με ποδήλατο, πηγαίνοντας από μπακάλικο σε μπακάλικο. Έχοντας συλλέξει την απαραίτητη εμπειρία και τεχνογνωσία ο Μάρκος αποφάσισε να εγκαταλείψει την θέση του πωλητή και να κυνηγήσει το δικό του όνειρο στον κόσμο των αρτυμάτων. Και αυτή είναι μόνο η αρχή.
Με αφορμή την αρχή της ενασχόλησης του με την παραγωγή μουστάρδας, ο Μάρκος Πετρίδης αποφάσισε πως είχε έρθει η στιγμή να μετακομίσει το εργαστήριο του σε ένα μεγαλύτερο στον Πειραιά, αυτή την φορά στην οδό Ολύνθου και Ψαρρών. Ονομάζει την μουστάρδα που παράγει ΛΑΣΚΟΥΙΖΙΤΑ. Εκείνη την εποχή, η πώληση της μουστάρδας γινόταν κυρίως σε μορφή πολτού μέσα σε λευκοσιδηρά δοχεία. Ωστόσο, ο φιλόδοξος Μάρκος αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα: Δεν έχει ακόμα την οικονομική δυνατότητα να έχει μύλο που να σπάει τον σιναπόσπορο και καταφεύγει στην λύση της αγοράς ήδη σπασμένου σπόρου. Μία λύση προσωρινή και οικονομικά ασύμφορη. Όσον αφορά την παραγωγή της πάστας μουστάρδας, χρησιμοποιεί μύλο με πέτρες, δικιάς του κατασκευής.
Έχοντας ως στόχο την καινοτομία και την καλύτερη προώθηση του παραγόμενου προϊόντος, λίγο καιρό αργότερα αποφασίζει να συσκευάσει το προϊόν του σε γυάλινο τετράγωνο βάζο το οποίο προμηθεύεται από την εταιρία λιπασμάτων του Ομίλου Μποδοσάκη. Η καινούργια, γυάλινη συσκευασία αναδεικνύει την ποιότητα του προϊόντος, έχει δαγκωτό μεταλλικό καπάκι και σφραγίζει με χειροκίνητο τρόπο.  Ο κόσμος που δοκιμάζει την μουστάρδα δια χειρός Πετρίδη του λέει χαρακτηριστικά «Μπράβο Μάρκο! Ωραία μουστάρδα φτιάχνεις!» Και έτσι απλά η ΛΑΣΚΟΥΙΖΙΤΑ μετονομάζεται σε ΜΠΡΑΒΑ, ένα όνομα που διατηρεί μέχρι και σήμερα. Το μόνο που της λείπει είναι ένα λογότυπο που να καθιστά την συσκευασία της πιο φωτογενή και θελκτική. Ορμώμενος ο Πετρίδης από την εμβληματική μοσχαροκεφαλή της εγγλέζικης μουστάρδας Collman’s, αποφασίζει να προσθέσει στην ΜΠΡΑΒΑ, την κεφαλή ενός ελαφιού.
Λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Μάρκος Πετρίδης φιλόδοξα συνεχίζει, δουλεύοντας σκληρά ,να χτίζει το δικό του όνειρο. Καταφέρνει να αγοράσει δικό του μύλο για να σπάει το σιναπόσπορο αποφεύγοντας έτσι το πρόσθετο κόστος του αλέσματος. Η πάστα μουστάρδας αποθηκεύεται σε ξύλινα βαρέλια, των οποίων η επιφάνεια καλύπτεται με αλάτι για να μην περνάει αέρας ο οποίος θα οδηγούσε στην φθορά της πάστας. Το εργοστάσιο Μ. Πετρίδης και Υιοί παράγει τρία είδη μουστάρδας : την απαλή που περιέχει μόνο κίτρινο σιναπόσπορο, την πικάντικη, με μείξη κίτρινου και μαύρου σπόρου και την Forte, την δυνατή της παρέας, με αποκλειστικά μαύρο σινάπι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σιναπόσπορος που χρησιμοποιούταν τότε ήταν ελληνικός, ευδοκιμούσε στην πεδιάδα της Κωπαΐδας και είχε ως κύρια χαρακτηριστικά το ότι ήταν ψιλός, και πολύ αρωματικός. Οι μετακινήσεις για τις πωλήσεις μουστάρδας ΜΠΡΑΒΑ γίνονταν με ποδήλατο και περιοριζόταν στις περιοχές Αθήνας-Πειραιά.
Η στιγμή της Γερμανικής κατοχής της Ελλάδος δεν άργησε να έρθει ωστόσο ο Μάρκος στάθηκε τυχερός καθώς κατάφερε και συνέχισε την παραγωγή μουστάρδας, πουλώντας την σε μια εταιρία τροφοδοσιών, η οποία είχε σχέσεις με τον Γερμανικό στρατό.  Αυτό του έδινε την δυνατότητα να συντηρεί στην οικογένεια του σε εκείνους τους εξαιρετικά δύσκολους καιρούς.
Ο πόλεμος φτάνει στο τέλος του και οι Έλληνες προσπαθούν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο.
Μετά την κατοχή εμπλουτίζεται η γκάμα των συσκευασιών του Εργοστασίου Μ. Πετρίδης και Υιοί και προστίθενται νέες γυάλινες και πλαστικές συσκευασίες. Η παραγωγή φτάνει τα 100 – 200 kg την ημέρα και πλέον οι μηχανές-μύλοι είναι τρείς, όλοι ιδιοκατασκευή. Μέσα σε λίγο καιρό οι φιλόδοξοι στόχοι που είχαν τεθεί άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά ανταμείβοντας τους κόπους του οραματιστή Μάρκου Πετρίδη. Εκείνη την εποχή κάνει την εμφάνιση της και η μουστάρδα ΕΚΜΑ η οποία και αποτελεί τον μοναδικό Έλληνα ανταγωνιστή της ΜΠΡΑΒΑ, καθώς η DELICIA έχει αποχωρήσει από την αγορά.
Το 1957 φεύγει από την ζωή ο μεγαλύτερος γιός του Μάρκου Πετρίδη, Γιώργος, σε ηλικία μόλις 32 χρονών, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οικογένεια. Το βάρος πέφτει στους ώμους του Μάρκου και του βενιαμίν της οικογένειας, Μιχάλη, ο οποίος σε συνδυασμό με την εμπειρία του πατέρα του, προσφέρει νέο εκσυγχρονιστικό πνεύμα στην επιχείρηση.
Την δεκαετία του ’60 η οικογενειακή επιχείρηση Μ. Πετρίδης και Υιοί ξεκινά την ανοδική της πορεία καθώς αναπτύσσονται οι πωλήσεις εκτός Αθηνών και η παραγωγή φτάνει τα 1000-2000 kg το 24ωρο. Η επιχείρηση επεκτείνεται προσθέτοντας στα προϊόντα της οδοντογλυφίδες, πάστα αντζούγιας και πίκλες σε μουστάρδα. Οι παράγοντες της επιτυχίας βασίζονταν στην προσπάθεια για συνεχή βελτίωση καθώς και στην τήρηση των συνθηκών υγιεινής. Η μουστάρδα ξεκινάει από το 1965 και μετά να έχει μεγαλύτερη κατανάλωση στην ελληνική αγορά.
Έχοντας αφουγκραστεί τις ανάγκες της εποχής, κατά την οποία οι ραδιοφωνικές και κινηματογραφικές διαφημίσεις αγαθών είχαν κάνει την εμφάνιση τους, ο Μιχάλης Πετρίδης προτείνει να προβεί και η ΜΠΡΑΒΑ στην δημιουργία διαφημίσεων με σκοπό να αυξηθεί η αναγνωρισιμότητα της. Έντυπη διαφήμιση της εποχής με έντονη δόση χιούμορ δείχνει μια αγελάδα που μιλά. «Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;» την ρωτούν και εκείνη απαντά «Η τελευταία μου επιθυμία είναι να με φάτε με Μουστάρδα ΜΠΡΑΒΑ». Η ΜΠΡΑΒΑ είχε επίσης το προνόμιο να την διαφημίζει από ραδιοφώνου η μπριόζα φωνή της Ρένας Ντορ.
Το 1968-1969 γεννιέται η σκέψη για την δημιουργία ενός νέου εργοστασίου καθώς η ανοδική πορεία της MΠΡΑΒΑ την έχει κάνει πλέον συνώνυμο της ποιότητας. Με έντονη την ανάγκη για επέκταση, το 1972 οι σκέψεις αυτές παίρνουν σάρκα και οστά καθώς εγκαινιάζεται από το Μιχάλη Πετρίδη το νέο εργοστάσιο της επιχείρησης στην Ελευσίνα, 1.500 τετραγωνικών μέτρων, σε ιδιόκτητο οικόπεδο 4 στρεμμάτων. Την ίδια εποχή το Εργοστάσιο Μ. Πετρίδης και Υιοί ξεκινά την παραγωγή συσκευασμένων σαλατών, τουρσιών, κέτσαπ , μαγιονέζας και ντρεσινγκς. Οι πωλήσεις στην επαρχία συνεχίζονται επιτυχημένα, με τον καθορισμό αντιπροσώπων οι οποίοι συντελούν στην διεύρυνση του δικτύου διανομής.
Έχει φτάσει η δεκαετία του ’80 κατά την οποία σιγά σιγά κάνουν την εμφάνιση τους και άλλοι ανταγωνιστές. Γύρω στα τέλη αυτής της δεκαετίας, λόγω του έντονου ανταγωνισμού από το εξωτερικό που εντοπίζεται πλέον στην αγορά, οι πωλήσεις της οικογενειακής επιχείρησης Μ. Πετρίδης και Υιοί παρουσιάζουν σημαντική πτώση. Η καθοδική πορεία των πωλήσεων σε συνδυασμό με τα προβλήματα υγείας του Μιχάλη Πετρίδη, οδηγούν την εταιρεία σε κρίση η οποία και κορυφώνεται στις αρχές του 1990, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να οδηγηθεί τελικά σε πτώχευση.
Το 1993 η εταιρία Mediterranean Foods Α.Ε. εξαγοράζει τα σήματα της ΜΠΡΑΒΑ και τα επαναλανσάρει επιτυχώς στην αγορά. Η Brava παραμένει μέχρι σήμερα η Νο1 ελληνική μουστάρδα συνοδεύοντας το ελληνικό τραπέζι.
πηγή:thepaper.gr