Διαβάζω την «Απολογία Τσίπρα» ή αλλιώς «Ιθάκη», με εκείνη την αδιόρατη αμηχανία που προκαλεί το κείμενο το οποίο δεν καταλαβαίνει πόσο αυτοϋπονομεύεται.
Η μόνη αναφορά (κι εδώ κλείνω) που επιτρέπω στον εαυτό μου να κρατήσω –πριν κυλήσει καν το αφήγημα προς τις μεγάλες του «αποκαλύψεις»– είναι αυτή η πρώτη συνάντηση στην Κουμουνδούρου
με τον Πάνο Καμμένο. Μια σκηνή που, αντί να αποκρύπτει, φλέγεται από την αδεξιότητα της γραφής της: είναι σαν να βλέπεις την καμένη πρόσοψη ενός αφηγήματος που επιχειρεί να χτίσει μύθο πάνω στα αποκαΐδια της πολιτικής του πρόθεσης.Κι εκεί πραγματικά απορώ πώς άφησαν να περάσουν αβίαστα όλες αυτές οι δηλώσεις, όλες αυτές οι σκηνοθετημένες «συμπτώσεις», όλα αυτά τα μικρά λεκτικά παράθυρα από όπου διαφεύγει ολόκληρη η προμελέτη.
Γιατί αν κάτι αναδύεται από αυτές τις σελίδες, δεν είναι απλότητα. Είναι μια αφελής, σχεδόν αυτοκαταστροφική ειλικρίνεια, που δεν καταλαβαίνει ότι εκθέτει ακριβώς ό,τι προσπαθεί να μεταμφιέσει.
Διαβάζοντας λοιπόν αυτές τις πρώτες σελίδες –τις αποκαλυπτικά αφελείς, τις «αθώες» ακριβώς επειδή αγνοούν πόσο εκτίθενται– γίνεται σαφές ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια αφήγηση «ιστορικής τύχης» αλλά σε μια προμελετημένη σκηνοθεσία πολιτικής αναγκαιότητας.
Το ύφος, εμπλουτισμένο με τις μικρές οικειότητες της «δεξιάς πόρτας», των καθυστερημένων ραντεβού, των βιαστικών ανόδων στον έβδομο όροφο, λειτουργεί ως υπόστρωμα για να καλυφθεί αυτό ακριβώς που η πολιτική θεωρία αποκαλεί κατασκευή αναπόδραστου – το σημείο όπου η βούληση ντύνεται μοίρα, η σκοπιμότητα βαφτίζεται συγκυρία, και η στρατηγική μεταμφιέζεται σε «ιστορική σύμπτωση».
Η διήγηση, αντί να αποκαλύπτει, επιτελεί μια πράξη λαϊκιστικής σημειολογικής σύμφυσης: παίρνει δύο ασύμβατα πολιτικά σώματα (ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ) και μέσω του θεατρικού μηχανισμού του αφηγήματος τα συνδέει σε μια ενιαία «αλυσίδα ισοδυναμιών».
Μια τεχνητή ενότητα που μόνο σε επίπεδο λόγου μπορεί να γίνει πιστευτή. Και για να δουλέψει αυτό το κατασκεύασμα, χρειάζεται η ιεροποίηση της συνάντησης: ο Καμμένος εμφανίζεται σαν εκστατική εισβολή, μια μορφή που αναδύεται από τον λαϊκισμό της δεξιάς για να συμπληρώσει την «ιστορική αποστολή» της αριστεράς.
Η υπερβολή του Καμμένου «εσύ θα είσαι ο Άρης Βελουχιώτης κι εγώ ο Ναπολέων Ζέρβας» δεν είναι απλώς γελοιογραφική, είναι το σύμβολο της αδυναμίας του αφηγητή να παραδεχτεί τον πραγματικό πυρήνα: ότι η συγκυβέρνηση δεν υπήρξε αναγκαιότητα των εκλογικών αριθμών, αλλά προεγγεγραμμένο συμβόλαιο, το οποίο εδώ επιχειρείται να επενδυθεί με μυθολογική αύρα.
Κι εδώ ακριβώς λειτουργεί η ειρωνεία της πολιτικής αφήγησης: εκεί όπου ο Τσίπρας νομίζει ότι καταγράφει μια αδέξια αλλά «ιστορικά φορτισμένη» στιγμή, στην πραγματικότητα εκθέτει το πιο τεχνικό στοιχείο της προεργασίας: η συζήτηση για υπουργεία είχε ξεκινήσει προφανώς πριν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Πρόκειται για το κλασικό παράδειγμα αυτού που ο Karl Schmidt θα χαρακτήριζε decisionismus ex ante: η απόφαση έχει προηγηθεί του γεγονότος που υποτίθεται ότι την νομιμοποιεί.
Όταν ο Καμμένος δηλώνει από τον προθάλαμο της Κουμουνδούρου «δεν θέλω να είμαι Αντιπρόεδρος, θέλω το Άμυνας», αυτό δεν είναι αυθορμητισμός, είναι εκτέλεση προδιαγεγραμμένης συμφωνίας.
Κι όταν ο Τσίπρας γράφει «τον άκουσα με αμηχανία», αυτό είναι το παλιό τέχνασμα ενός ηγέτη που προσποιείται ότι αιφνιδιάζεται μπροστά σε αυτό που έχει ήδη αποδεχθεί: μια τεχνική επιτέλεσης «ηθικής αποστασιοποίησης» που δεν σώζει κανέναν, μόνο αποκαλύπτει πόσο από νωρίς είχαν δοθεί ρόλοι.
Αυτή η εσωτερική αντίφαση –η προεργασία που ντύνεται ως συγκυρία– είναι το σημείο όπου ο λόγος σπάει. Η κατασκευή της «ιστορικής αναγκαιότητας», που άλλοτε λειτουργεί, εδώ γίνεται άθελα του συγγραφέα ενοχοποιητική αφήγηση.
Η άρνηση να κατονομαστεί η σκοπιμότητα έχει ως αποτέλεσμα το αντίθετο: η ίδια η αφήγηση αποκαλύπτει, νομίζω, την προμελέτη. Είναι σαν να βλέπεις σε αργή κίνηση την προσπάθεια ενός πολιτικού λόγου να αναχαιτίσει το ίδιο του το περιεχόμενο: ο λόγος επιχειρεί να δημιουργήσει μια πραγματικότητα την οποία όμως αναιρεί μέσω των ίδιων των λεπτομερειών του.
Η ειρωνεία κορυφώνεται όταν ο Καμμένος αυτομυθοποιείται μέσω ηρώων της Αντίστασης, κατασκευάζοντας μια ανιστόρητη φαντασίωση «εθνικής ενότητας». Εκεί η θεωρία συναντά το ψυχοπολιτικό: ο λαϊκιστής ηγέτης χρειάζεται μεγαλοπρεπές ονοματικό περίβλημα για να δικαιολογήσει την ακόρεστη ορμή του προς την εξουσία.
Η φράση «θα φτιάξουμε μια νέα εθνική ενότητα» δεν είναι διακήρυξη. Είναι προβολή. Η συνεργασία δεν γεννιέται από κάποια υπερκομματική συνείδηση, γεννιέται από την συγκυριακή σύμπτωση δύο μηχανισμών εξουσίας που μιλούν με εντελώς διαφορετικά λεξιλόγια, αλλά συναντώνται στην πρωτογενή επιθυμία της κυριαρχίας.
Στην καρδιά των σελίδων αυτών λειτουργεί έτσι ένα διπλό τέχνασμα: το βιβλίο θέλει να εμφανίσει τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ ως προϊόν «ιστορικού ρεαλισμού», αλλά ο τρόπος που ο Τσίπρας αναπαράγει την αφήγηση αποδεικνύει ότι ήταν προ-πολιτικό τετελεσμένο, μια αλυσίδα αποφάσεων που είχε κλειδώσει πριν καν ο ελληνικός λαός κληθεί στις κάλπες.
Τίποτε δεν ήταν «ξαφνικό».
Τίποτε δεν ήταν «αναγκασμένο». Ήταν απλώς μια πράξη που χρειαζόταν σκηνοθεσία.
Αν υπάρχει κάτι που μαρτυρεί η πιο προσεκτική ανάγνωση, είναι ότι δεν έχουμε μπροστά μας την εξιστόρηση ενός πολιτικού που βρέθηκε ενώπιον ενός «ιστορικού σταυροδρομιού», αλλά ενός πολιτικού που προσπαθεί να επιτελέσει εκ των υστέρων τη νομιμοποίηση μιας απόφασης που είχε ήδη ληφθεί.
Κι όσο πιο πολύ προσπαθεί να εξιδανικεύσει τον Καμμένο ως φιγούρα «αναγκαιότητας», τόσο περισσότερο καταδεικνύεται πόσο κυνικά μηχανικός υπήρξε ο αρχικός σχεδιασμός.
Αυτό που μένει τελικά είναι η γυμνή αλήθεια του πολιτικού ύφους: μια αφήγηση που νόμιζε ότι κρύβει, αλλά επειδή είναι κακογραμμένη ακριβώς στην «αθώα της φάση», αποκαλύπτει.
Μια ρητορική που νόμιζε ότι εξαγνίζει, αλλά επειδή υπερφουσκώνει το ασήμαντο και ρομαντικοποιεί το γελοίο, εκθέτει το προμελετημένο. Κι έτσι, εκεί που ο συγγραφέας αναζητά την ηρωοποίηση της συγκυβέρνησης, αυτό που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται είναι η παραδοχή ενός πολιτικού σχεδίου που είχε προηγηθεί της Ιστορίας που προσποιείται ότι κατέγραψε.
Στο τέλος, ωστόσο, μένει μια απορία που δεν είναι ούτε κακόβουλη ούτε κυνική, αλλά θεμελιωδώς πολιτική:
πώς ακριβώς συγκροτείται το υποκείμενο που διεκδικεί να κυβερνήσει; Ποια είναι η ψυχική, γνωσιακή, ηθική του επάρκεια;
Με ποιον τρόπο ελέγχεται η ικανότητά του να διαχειριστεί όχι απλώς θεσμούς, αλλά ολόκληρες συλλογικές ζωές; Η ερώτηση δεν αφορά «τρελούς ηγέτες» ούτε εύκολες διαγνώσεις, αλλά το κενό ενός συστήματος που υποθέτει –χωρίς ποτέ να το εξετάζει– ότι οι φορείς της εξουσίας διαθέτουν κάποια αυτονόητη ψυχική αρτιότητα.
Και μπροστά στο υλικό τέτοιων αφηγήσεων, δεν μπορεί κανείς να μη διερωτηθεί, αν οι άνθρωποι που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν έχουν πράγματι περάσει από εκείνο το στοιχειώδες φίλτρο αυτογνωσίας και επιστημονικής αξιολόγησης που στοχοθετεί κάθε σύγχρονη δημοκρατία: όχι ψυχιατρική «γνωμάτευση», αλλά έναν στοιχειώδη έλεγχο της ικανότητας να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα χωρίς να τη σκηνοθετούν ως προσωπικό μύθο.
Γιατί όσο περισσότερο τα πολιτικά τους αφηγήματα εκτρέπονται σε φαντασιωτικές αυτομυθοποιήσεις, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να αναρωτηθούμε, τι ακριβώς είναι τελικά το υποκείμενο που κυβερνά, και ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία του το επιτρέπουμε.
