Η Πλήξη
όμορφη. Από εκείνες τις κοπέλες που τραβούν τα βλέμματα χωρίς να προσπαθούν. Φορούσε ένα μπεζ παλτό, τα μαλλιά της τέλεια χτενισμένα, τα νύχια βαμμένα σε βαθύ κόκκινο. Καθόταν μόνη σε ένα μικρό τραπέζι του καφέ, με το κινητό ακουμπισμένο δίπλα στο φλιτζάνι της. Δεν το κοιτούσε. Δεν χρειαζόταν να το κοιτάξει. Δεν υπήρχε τίποτα να περιμένει.
Η πλήξη δεν ήταν απλώς συναίσθημα· ήταν στάση. Ήταν η σιωπή ανάμεσα στους ήχους, το βλέμμα που χανόταν στο απέναντι κτίριο, η σκέψη που δεν έβρισκε λόγο να συνεχίσει. Οι περαστικοί την κοίταζαν, κάποιοι χαμογελούσαν, άλλοι αναρωτιούνταν τι την απασχολούσε. Μα εκείνη δεν απασχολούσε. Απλώς υπήρχε. Μόνη, όμορφη, μοντέρνα, και βαθιά βαριεστημένη.
ίσως περίμενε κά
ποιον. ίσως όχι. Ίσως η πλήξη της ήταν η πιο ειλικρινής στιγμή της ημέρας.
