Υπάρχουν στιγμές που ο χρόνος μοιάζει να παγώνει. Οι δείκτες του ρολογιού κινούνται βασικά αργά, και κάθε ήχος —το βουητό του ψυγείου, το τικ-τακ του ρολογιού, το βουητό του δρόμου— μοιάζει να εντείνεται τη σιωπή μέσα μας. Είναι η πλήξη. Όχι εκείνη η απλή, περαστική ανία, αλλά η βαθιά, σχεδόν υπαρξιακή πλήξη που σε κάνει να αναρωτιέται για το νόημα των πάντων.
Σε αυτές τις στιγμές, όλα φαίνονται μάταια. Τα βιβλία δεν έχουν λέξεις, η μουσική δεν έχει μελωδία, οι οθόνες δεν προσφέρουν τίποτα καινούργιο. Είναι σαν να έχεις παγιδευτεί σε μια γκρίζα φυσαλίδα, όπου τίποτα δεν σε αγγίζει, τίποτα δεν σε κινεί.
Κι όμως, ίσως αυτή η αφόρητη πλήξη δεν είναι μια κραυγή του εαυτού μας. Μια υπενθύμιση ότι κάτι λείπει. Ότι η ψυχή διψά για νόημα, για δημιουργία, για σύνδεση. Ίσως η πλήξη να μην είναι εχθρός, αλλά σύμμαχος. Ένα σιωπηλό κάλεσμα για αλλαγή.
